- απερίτμητος
- -η, -οαυτός που δεν υποβλήθηκε σε περιτομή: Αυτός που προσχωρεί στη μουσουλμανική θρησκεία δεν μπορεί να μείνει απερίτμητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απερίτμητος — ἀπερίτμητος, ον (Α) [περιτέμνω] 1. αυτός που δεν έχει περικοπεί ή περιοριστεί 2. αυτός που δεν έχει υποστεί περιτομή … Dictionary of Greek
ἀπερίτμητος — uncircumcised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίτμητον — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem acc sg ἀπερίτμητος uncircumcised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτοις — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτου — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτους — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτων — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριτμήτῳ — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίτμητα — ἀπερίτμητος uncircumcised neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίτμητοι — ἀπερίτμητος uncircumcised masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)